contest
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
contest | contests |
contest (en)
- η αντιπαράθεση
- η μάχη, ο αγώνας, η αναμέτρηση
- ↪ a contest between only two candidates - αναμέτρηση μεταξύ δύο μόνον υποψηφίων
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη confrontation
- ο διαγωνισμός
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | contest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contests |
αόριστος | contested |
παθητική μετοχή | contested |
ενεργητική μετοχή | contesting |
contest (en)
Πηγές επεξεργασία
- contest (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- contest (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 51-52. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναμέτρηση