Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά 1 επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɑn.tɛnt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
content contents

content (en)

  1. το περιεχόμενο
  2. (μόνο στον ενικό και μετά από ουσιαστικό) η περιεκτικότητα, η ποσότητα μιας ουσίας που περιέχεται σε κάτι άλλο
    The gold/uranium content is low.
    Η περιεκτικότητα σε χρυσό/ουράνιο είναι μικρή.
    Oranges have a high vitamin C content.
    Τα πορτοκάλια έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε βιταμίνη C.
  3. (πληροφορική, διαδίκτυο) οι πληροφορίες, τα δεδομένα που περιέχονται σε ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, σε μία ιστοσελίδα

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

πληροφορική:

  Προφορά 2 επεξεργασία

ΔΦΑ : /kənˈtɛnt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

content (en) (μη μετρήσιμο)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

content < λατινικά contentus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔ̃.tɑ̃/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό content contents
θηλυκό contente contentes

content (fr)

  1. ικανοποιημένος