Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

conscience (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συνείδηση, η γνώση που επιτρέπει στο άτομο να διακρίνει το ηθικά καλό από το ηθικά κακό
    a guilty conscience - ενοχή συνείδηση
    He has a clear/calm conscience.
    Έχει καθαρή/ήσυχη τη συνείδησή του.
    He has a heavy conscience.
    Έχει βαριά τη συνείδησή του.
    I have a weight/burden on my conscience.
    Έχω ένα βάρος στη συνείδηση.
    Money corrupts consciences.
    Το χρήμα διαφθείρει τις συνειδήσεις.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ενοχή, αίσθημα ενοχής για κάτι που έχω κάνει ή δεν έχω κάνει
    His conscience is haunting him.
    Τον καταδιώκουν οι ενοχές.
     συνώνυμα: guilt
  3. (μη μετρήσιμο) η συνείδηση, το γεγονός ότι συμπεριφέρομαι με τρόπο που θεωρώ σωστό, παρόλο που αυτό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα
    I am following/listening to my voice of conscience.
    Ακολουθώ/ακούω τη φωνή της συνείδησής μου.
    I can’t compromise my conscience.
    Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την συνείδησή μου.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

conscience (fr)

Εκφράσεις επεξεργασία