Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

connection-oriented < → δείτε τις λέξεις connection και oriented

  Επίθετο επεξεργασία

connection-oriented (en)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 «συνδεσιμικός», «συνδεσιστρεφής» από αναζήτηση «connection-oriented» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) Difference between Connection-oriented and Connection-less Services. Προσπέλαση 2020-05-08