Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

concurrence (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

concurrence < concurrent

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

concurrence (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η συνάντηση
  2. ο ανταγωνισμός, o συναγωνισμός