concurrence
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
concurrence (en)
- σύμπτωση γεγονότων, συντυχία, ταυτόχρονη εμφάνιση γεγονότων
- The concurrence of schizophrenia and Gaucher's disease in the same family is an unusual phenomenon (Annals of general Psychiatry
- σύμπτωση απόψεων
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- concurrence < concurrent
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
concurrence (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η συνάντηση
- ο ανταγωνισμός, o συναγωνισμός