Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
compress compresses

compress (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας compress
γ΄ ενικό ενεστώτα compresses
αόριστος compressed
παθητική μετοχή compressed
ενεργητική μετοχή compressing

compress (en)

  • συμπιέζω
    I am compressing the air.
    Συμπιέζω τον αέρα.
    The clothes must be compressed to fit into the suitcase.
    Πρέπει να συμπιεστούν τα ρούχα για να χωρέσουν στη βαλίτσα.
    compressed gas - πεπιεσμένο αέριο

  Πηγές επεξεργασία