complex
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | complex |
συγκριτικός | more complex |
υπερθετικός | most complex |
complex (en)
- περίπλοκος, πολύπλοκος
- ↪ a complex situation - περίπλοκη κατάσταση
- ↪ a complex case - πολύπλοκη υπόθεση
- ≈ συνώνυμα: complicated, convoluted και involved
- μιγαδικός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
complex | complexes |
complex (en)
- το σύμπλεγμα