complémentaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- complémentaire < complément
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
complémentaire | complémentaires |
complémentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη compléter