commerce
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
commerce | commerces |
commerce (fr) αρσενικό
- το εμπόριο
- το εμπορικό κατάστημα
- η συναναστροφή, η σχέση
Παράγωγα επεξεργασία
- commerce au détail, λιανεμπόριο
- commerce de gros, χονδρικό εμπόριο