commémoraison
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
commémoraison | commémoraisons |
Ουσιαστικό επεξεργασία
commémoraison (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) (θρησκεία) αναμνηστικός εορτασμός ενός αγίου
ενικός | πληθυντικός |
commémoraison | commémoraisons |
commémoraison (fr) θηλυκό