Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

comes (en)



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

comes < com- + θέμα από το eo (έρχομαι) → και δείτε  comes#Latin στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.mes/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

comes αρσενικό

  1. ακόλουθος, οπαδός
  2. εταίρος
  3. συμμέτοχος, μέτοχος
  4. υπηρέτης
  5. αυλικός
  6. (σημασία στα μεσαιωνικά λατινικά) κόμης

Αλλόγλωσσα παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική comes comitēs
γενική comitis comitum
δοτική comitī comitibus
αιτιατική comitem comitēs
κλητική comes comitēs
αφαιρετική comite comitibus
(γ' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία