Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
comboio comboios

comboio (pt) αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • de comboio - (ταξιδεύοντας, πηγαίνοντας) με το τρένο