collectif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɔ.lɛk.tif/
Ουσιαστικό επεξεργασία
collectif (fr) αρσενικό
- η ομάδα ατόμων υπεύθυνη για την επίτευξη ενός σκοπού, η συλλογικότητα
Συγγενικά επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɔ.lɛk.tif/
Επίθετο επεξεργασία
collectif (fr) αρσενικό