coche
Γαλικιανά (gl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
coche (gl)
- to αυτοκίνητο
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
coche | coches |
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- coche < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kutsche ή βενετική cochio (ιταλική cocchio) < ουγγρική kocsi (άμαξα, αυτοκίνητο) < ουγγρικό χωριό Kocs → και δείτε περισσότερα στο κόουτς
Ουσιαστικό επεξεργασία
coche (fr) αρσενικό
- (μέσο μεταφορών) η άμαξα, το αμάξι
Εκφράσεις επεξεργασία
- rater le coche (χάνω μια ευκαιρία)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- coche < (άμεσο δάνειο) ιταλική cocca
Ουσιαστικό επεξεργασία
coche (fr) θηλυκό
- η χαρακιά, το σύμβολο τσεκαρίσματος ✓
- → δείτε τη λέξη entaille
Πηγές επεξεργασία
- coche - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- coche - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Ισπανικά (es) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
coche | coches |
Ετυμολογία επεξεργασία
- coche < μέση γαλλική coche → και δείτε περισσότερα στο κόουτς
Ουσιαστικό επεξεργασία
coche (es) αρσενικό
- (μέσο μεταφορών) το αυτοκίνητο
Πηγές επεξεργασία
- coche - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014