coach
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- coach < μέση γαλλική coche → και δείτε περισσότερα στο κόουτς
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
coach | coaches |
coach (en)
- (μέσο μεταφορών) άμαξα (με άλογα)
- βαγόνι τρένου
- (ΗΒ) το πούλμαν
- (αθλητισμός) ο προπονητής, ο κόουτς
- ↪ The job of a football coach is not easy at all.
- Η δουλειά του προπονητή ποδοσφαίρου δεν είναι καθόλου εύκολη.
- ↪ The coach trains the players.
- Ο προπονητής προπονεί τους παίκτες.
- ↪ The job of a football coach is not easy at all.
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | coach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coaches |
αόριστος | coached |
παθητική μετοχή | coached |
ενεργητική μετοχή | coaching |
coach (en)
- (μεταβατικό) προπονώ, προγυμνάζω, εκπαιδεύω κάποιον να παίξει ένα άθλημα, να κάνει μια δουλειά καλύτερα ή να βελτιώσει μια ικανότητα
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
coach | coachs |
Ετυμολογία επεξεργασία
- coach < (άμεσο δάνειο) αγγλική coach → και δείτε περισσότερα στο κόουτς
Ουσιαστικό επεξεργασία
coach (fr) αρσενικό
- (αθλητισμός) ο προπονητής