clog up
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | clog up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clogs up |
αόριστος | clogged up |
παθητική μετοχή | clogged up |
ενεργητική μετοχή | clogging up |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
clog up (en)
- → δείτε τη λέξη clog
ενεστώτας | clog up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clogs up |
αόριστος | clogged up |
παθητική μετοχή | clogged up |
ενεργητική μετοχή | clogging up |
clog up (en)