claw
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
claw | claws |
claw (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | claw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | claws |
αόριστος | clawed |
παθητική μετοχή | clawed |
ενεργητική μετοχή | clawing |
claw (en)
- γδέρνω ή ξεσκίζω με τα νύχια
- ↪ Stop clawing at the guitar. (μεταφορικά)
- Σταμάτα να γρατζουνάς αυτή την κιθάρα.
- ↪ Stop clawing at the guitar. (μεταφορικά)
- αρπάζω κάτι με τα νύχια
- σκαρφαλώνω μετα νύχια