ciąg
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ciąg (pl)
- σειρά, αντικείμενα τοποθετημένα το ένα μετά το άλλο
- ακολουθία, η λογική ή χρονική σειρά
- (μαθηματικά) ακολουθία
- (μαθηματικά) πρόοδος
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- (φυσική) siła ciągu
- ciąg dalszy: η συνέχεια, το επόμενο
- martwy ciąg
Εκφράσεις επεξεργασία
- ciąg dalszy nastąpi: συνεχίζεται..., η συνέχεια στο επόμενο
- w ciągu: στη διάρκεια, (μέσα) σε,
- w ciągu godziny - (μέσα) σε μια ώρα
- w dalszym ciągu