choix
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
choix (fr) αρσενικό
- εκλογή
- Le choix est difficile. Η εκλογή είναι δύσκολη.
- επιλογή
- Le choix entre deux possibilités. Η επιλογή ανάμεσα σε δύο δυνατότητες.
choix (fr) αρσενικό