Δείτε επίσης: chargé

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

charge < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chargen < παλαιά γαλλική chargier < λατινική carricare < carrus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡ʃɑːd͡ʒ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /t͡ʃɑɹd͡ʒ/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
charge charges

charge (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επιβάρυνση, η δαπάνη, το χρηματικό ποσό που ζητά κάποιος για αγαθά και υπηρεσίες
    free of charge - χωρίς επιβάρυνση
    for a small charge - έναντι μικρής δαπάνης
  2. (μη μετρήσιμο) υπεύθυνος, η θέση της εξουσίας πάνω σε κάποιον ή κάτι· η ευθύνη για κάποιον ή κάτι
    Who is in charge of this store?
    Ποιος είναι υπεύθυνος σ' αυτό το μαγαζί;
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κατηγορία, η μήνυση, επίσημος ισχυρισμός της αστυνομίας ότι κάποιος έχει διαπράξει έγκλημα
    She was cleared of every charge.
    Αθωώθηκε από κάθε κατηγορία.
    The plaintiff eventually withdrew the charge.
    Ο ενάγων τελικά απέσυρε τη μήνυση.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ηλεκτρικό φορτίο
    a positive/negative electric charge - Θετικό/αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο
  5. η επέλαση, η έφοδος
    a cavalry charge - επέλαση/έφοδος ιππικού
  6. (εραλδική) αντικείμενο που παριστάνεται σε ένα οικόσημο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας charge
γ΄ ενικό ενεστώτα charges
αόριστος charged
παθητική μετοχή charged
ενεργητική μετοχή charging

charge (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) φορτίζω, φορτώνω, η φόρτιση, το φόρτωμα, εφοδιάζω μια μπαταρία, ένα συσσωρευτή κτλ. με ηλεκτρικό φορτίο
    The generator is charging the car battery.
    Το δυναμό φορτίζει την μπαταρία του αυτοκινήτου.
    I charged the battery.
    Φόρτισα την μπαταρία.
    The battery needs charging.
    Η μπαταρία χρειάζεται φόρτιση/φόρτωμα.
  2. (μεταβατικό) φορτίζω, γεμίζω κάποιον με ένα συναίσθημα
    The atmosphere/the discussion was dangerously charged.
    Η ατμόσφαιρα/η συζήτηση φορτίστηκε επικίνδυνα.
  3. (μεταβατικό) κατηγορώ
    He was charged with murder/with stealing the money.
    Κατηγορήθηκε για φόνο/ότι έκλεψε τα χρήματα.
  4. αναθέτω ένα καθήκον, μια αρμοδιότητα
  5. επελαύνω

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
charge charges

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

charge (fr) θηλυκό

  1. το φορτίο, το φόρτωμα
  2. το αξίωμα, η εξουσία, η ανάθεση
  3. η έφοδος

Συγγενικά επεξεργασία