charabia
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
charabia | charabias |
charabia (fr) αρσενικό
- (οικείο) ιδίωμα ή αδόκιμος τρόπος έκφρασης που παραμένουν δύσκολα αντιληπτά, ασυναρτησία
ενικός | πληθυντικός |
charabia | charabias |
charabia (fr) αρσενικό