Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

chamelier < chamel, chameau

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʃa.mə.lje/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
chamelier chameliers

chamelier (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία