cation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
cation (en)
Αντώνυμα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cation | cations |
cation (fr) αρσενικό
cation (en)
ενικός | πληθυντικός |
cation | cations |
cation (fr) αρσενικό