Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
casque casques

  Ουσιαστικό επεξεργασία

casque (fr) αρσενικό

  1. το κράνος
  2. η κάσκα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • casque bleu (συνήθως στον πληθυντικό)