Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
casier casiers

  Ουσιαστικό επεξεργασία

casier (fr) αρσενικό

  1. η θήκη, το ντουλαπάκι
  2. το μητρώο
  3. η θυρίδα