Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cash flow cash flows

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

cash flow (en)

  1. (λογιστική) χρηματοροή, ταμειακή ροή
  2. (λογιστική) cash flows statement: η κατάσταση ταμειακών ροών, η χρηματοοικονομική κατάσταση (κατάλογος) που παρουσιάζει τις ταμειακές ροές συγκεκριμένης περιόδου

Υπώνυμα επεξεργασία