cas
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cas < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cas | cas |
cas (fr) αρσενικό
- η περίπτωση
- το κρούσμα
- (γραμματική) η πτώση
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cas | cas |
cas (fr) αρσενικό