Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

careo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker ή *k̂es

  Ρήμα επεξεργασία

careo

  • στερούμαι, μου λείπει

Κλίση επεξεργασία