cache-flamme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cache-flamme | cache-flammes |
cache-flamme (fr) αρσενικό
- εξάρτημα πυροβόλου όπλου (πιστολιού, κανονιού, κ.α.) που χαμηλώνει τη θερμοκρασία των αερίων και σβήνει τη φωτιά της εκπυρσοκρότησης