Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

buttage < butter

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
buttage buttages

buttage (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία