Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bribery < bribe + -ery

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bribery (en) (μη μετρήσιμο)

  • η δωροδοκία, η δωροληψία, ο χρηματισμός
    Bribery is rife in public services.
    Η δωροδοκία είναι κανόνας στις δημόσιες υπηρεσίες.
    He was caught in the act of bribery.
    Συνελήφθη επ' αυτοφώρω για χρηματισμό.

  Πηγές επεξεργασία