Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bretelle < παλαιά άνω γερμανική brettil, ηνίο (δείτε τη γαλλική λέξη bride)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bʁə.tɛl/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bretelle bretelles

bretelle (fr) θηλυκό (συχνά στον πληθυντικό)

  1. (παρωχημένο) ο αορτήρας, η τιράντα
    Bretelle de cuir.
    εσθονικά On se sert de bretelles pour porter une civière, un brancard, une hotte, une chaise à porteurs, des seaux d’eau.
    Raccourcir, allonger les bretelles d’une hotte.
    Porter le fusil à la bretelle.
  2. (στον πληθυντικό, ενδυμασία) bretelles: η διπλή λωρίδα που περνιέται από τους ώμους για να κρατούν διάφορα ρούχα ή εσώρουχα
    mettre des bretelles
    porter des bretelles
    se servir de bretelles'
    bretelles élastiques
    bretelles de soutien-gorge
    bretelles de pantalon
    une paire de bretelles
  3. (τεχνολογία) ο μηχανισμός που επιτρέπει σε ένα τρένο να περνά από μια γραμμή σε άλλη
  4. (σε δρόμους, αυτοκινητοδρόμους, αεροδρόμια) η λωρίδα

Εκφράσεις επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /brɛˈtɛl.le/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bretelle (it)