break
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
break < (κληρονομημένο) μέση αγγλική breken < αγγλοσαξονική brecan
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
break | breaks |
break (en)
- (μετρήσιμο) η διακοπή, το διάλειμμα, η ανάσα, η ανάπαυλα, ένα σύντομο χρονικό διάστημα όταν σταματώ αυτό που κάνω και ξεκουράζομαι, τρώω κτλ.
- (μετρήσιμο) το διάλειμμα, μια χρονική περίοδος που κάτι σταματά πριν ξαναρχίσει
- (μετρήσιμο) οι διακοπές
- η ρήξη, η θραύση, το σπάσιμο
- (μετρήσιμο) το διάκενο, η τρύπα
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | break |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks |
αόριστος | broke |
παθητική μετοχή | broken |
ενεργητική μετοχή | breaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
break (en)
- σπάζω, σπάω
- (μεταβατικό & αμετάβατο, μεταφορικά) σκάω
- ↪ He broke the news about the merger of the two banks.
- [αυτός] Έσκασε το νέο για τη συγχώνευση των δύο τραπεζών.
- ↪ He broke the news about the merger of the two banks.
- (αμετάβατο) σκάω
- ↪ The wave breaks on the cliff.
- Το κύμα σκάει στο βράχο.
- ↪ The wave breaks on the cliff.
- χαλάω, αλλάζω νόμισμα με μικρότερης αξίας νομίσματα
- ↪ Can you break one twenty into singles for me?
- Έχετε να μου χαλάσετε ένα εικοσάρικο σε μονόευρα;
- ↪ Can you break one twenty into singles for me?
Σύνθετα επεξεργασία
- Λήμματα με τον όρο 'break' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'break' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά:
Πηγές επεξεργασία
- break (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- break (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 53, 223. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάπαυλα, διάλειμμα
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
break | breaks |
break (fr) αρσενικό
- το διάλειμμα