brave
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | brave |
συγκριτικός | braver |
υπερθετικός | bravest |
brave (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | brave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | braves |
αόριστος | braved |
παθητική μετοχή | braved |
ενεργητική μετοχή | braving |
brave (en)
Πηγές επεξεργασία
- brave (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- brave (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- brave (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
brave | braves |
brave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
brave | braves |
brave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά
Συγγενικά επεξεργασία
Ίντο (io) επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
brave (io)