braillement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- braillement < brailler
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
braillement | braillements |
braillement (fr) αρσενικό
- το στρίγκλισμα
ενικός | πληθυντικός |
braillement | braillements |
braillement (fr) αρσενικό