Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bouquet (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bouquet bouquets

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. bouquet < bosc, νορμανδική παραλλαγή του bois (άλσος)
  2. bouquet < bouc

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bouquet (fr) αρσενικό

  1. το μπουκέτο, το μάτσο, η δέσμη, η ανθοδέσμη
  2. η δενδροστοιχία
  3. το άρωμα, η οσμή ενός κρασιού ή ενός λικέρ
    le bouquet du vin - το άρωμα του κρασιού
  4. το τελικό σύνολο βεγγαλικών που κλείνει ένα πυροτέχνημα
    un bouquet final

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bouquet (fr) αρσενικό

  1. (σπάνιο) αρσενικός λαγός, αρσενικό κουνέλι
  2. είδος γαρίδας

Εκφράσεις επεξεργασία



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bouquet (it)