boru
Αστουριανά (ast) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
boru (ast)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: βόριο
Κορσικανικά (co) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
boru (co)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: βόριο
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
boru (eo)
- προστακτική του ρήματος bori
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- boru < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική بورو (boru, σωλήνας, μουσικό κέρας, ανοησίες)[1] < πρωτοτουρκική *burgu Συγγενή: burmak
Ουσιαστικό επεξεργασία
boru (tr)
- ο σωλήνας
- (μουσικό όργανο) κόρνο (μουσικό κέρας)
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 396 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
Πηγές επεξεργασία
- boru - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- boru - Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr