Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
bled
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ρηματικός τύπος
2
Γαλλικά (fr)
2.1
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
bled
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
bleed
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
bled
bleds
bled
(fr)
αρσενικό
(στη βόρεια
Αφρική
) η
εξοχή
, η
ενδοχώρα
(
οικείο
)
τόπος
,
χωριό
,
ξερότοπος
≈
συνώνυμα
:
patelin
,
trou