bismuto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bismuto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bismuto | bismutoj |
αιτιατική | bismuton | bismutojn |
bismuto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bismuto | bismutoj |
αιτιατική | bismuton | bismutojn |
bismuto (eo)