Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

biscotte < ιταλική biscotto (μπισκότο, στην κυριολεξία ψημένος δυο φορές, δηλαδή και από τις δυο μεριές)

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
biscotte biscottes

biscotte (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία