birdo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | birdo | birdoj |
αιτιατική | birdon | birdojn |
Ετυμολογία επεξεργασία
- birdo < (άμεσο δάνειο) αγγλική bird
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
birdo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | birdo | birdoj |
αιτιατική | birdon | birdojn |
birdo (eo)