bezpiecznik
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bezpiecznik | bezpieczniki |
γενική | bezpiecznika | bezpieczników |
δοτική | bezpiecznikowi | bezpiecznikom |
αιτιατική | bezpiecznik | bezpieczniki |
οργανική | bezpiecznikiem | bezpiecznikami |
τοπική | bezpieczniku | bezpiecznikach |
κλητική | bezpieczniku | bezpieczniki |
Ετυμολογία επεξεργασία
bezpiecznik < bezpieczny
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bezpiecznik (pl) αρσενικό
- η ασφάλεια (μηχανισμός ή εξάρτημα)