Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

beyin < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɛˈjin/
τυπογραφικός συλλαβισμός: be‐yin

  Ουσιαστικό επεξεργασία

beyin (tr)

  1. (ανατομία) ο εγκέφαλος
     συνώνυμα: ensefal
  2. (μεταφορικά) το μυαλό, το νοητικό και ψυχοπνευματικό κέντρο των ζώντων οργανισμών
     συνώνυμα: akıl
  3. (μεταφορικά) το μυαλό, ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. beyin - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν