Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

beau < bel < λατινική bellus

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό beau beaux
θηλυκό belle belles

beau (fr) και bel (μπροστά από φωνήεν, άφωνο h, μερικές εκφράσεις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

beau (fr)

  Επίρρημα επεξεργασία

beau (fr)

  • μάταια
    j'ai beau le lui dire, il fait la sourde oreille - του το λέω μάταια, κάνει πως δεν ακούει

Σύνθετα επεξεργασία