Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
batteur batteurs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

batteur (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) αυτός που του αρέσει να χτυπάει
  2. (μουσική) ντράμερ ενός μουσικού συγκροτήματος
  3. (κουζίνα) χτυπητήρι, μίξερ
  4. κύριο εξάρτημα μιας αλωνιστικής μηχανής
  5. (αθλητισμός) αθλητής που χτυπά μια μπάλα που του στέλνει ένας παίκτης

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη battre