bank
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bank | banks |
Ουσιαστικό επεξεργασία
bank (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | bank |
γ΄ ενικό ενεστώτα | banks |
αόριστος | banked |
παθητική μετοχή | banked |
ενεργητική μετοχή | banking |
bank (en)
- καταθέτω (σε μία τράπεζα)
- γέρνω (όπως ένα αεροσκάφος)
Πηγές επεξεργασία
- bank - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- bank (noun), bank (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Δανικά (da) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bank (da)
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bank (nl) κοινό
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bank (pl) αρσενικό