ball
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ball | balls |
ball (en)
- η μπάλα
- το κουβάρι
- ↪ a ball of wool - ένα κουβάρι μαλλί
- η χοροεσπερίδα
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Δανικά (da) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ball (da)
Νορβηγικά (no) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ball (no)