ball
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ball | balls |
ball (en)
- η μπάλα
- η χοροεσπερίδα
Σύνθετα επεξεργασία
- football
- basketball
- volleyball
- handball
- pinball
- (πληροφορική) trackball
Δανικά (da) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ball (da)
Νορβηγικά (no) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ball (no)