Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
baie baies

baie (fr) θηλυκό

  1. (γεωγραφία) κόλπος
  2. άνοιγμα
  3. (φρούτο) γενικός όρος για τα βατόμουρα και άλλα μικρά φρούτα από θάμνους