bacon
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bacon < (κληρονομημένο) μέση αγγλική bacon < παλαιά γαλλική bacun (χοιρομέρι, ζαμπόν) < φραγκική *bakō < πρωτογερμανική *bakô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bhAg-(πίσω, γλουτός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
bacon (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bacon < (άμεσο δάνειο) αγγλική bacon
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bacon | bacons |
bacon (fr) αρσενικό