Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

παραθετικά
θετικός back
συγκριτικός more back
υπερθετικός most back

back (en)

  1. (χωρίς παραθετικά) πίσω, πάλι, γυρίζω, επιστρέφω στο μέρος, την κατάσταση ή τη δραστηριότητα όπου κάποιος ή κάτι ήταν πριν
    Go back to your place.
    Πήγαινε πίσω/πάλι στη θέση σου.
    As soon as I finish, I will give it back to you.
    Μόλις τελειώσω θα σου το δώσω πάλι.
    What time will we be back home?
    Τι ώρα θα γυρίσουμε σπίτι;
    I will be back by six.
    Θα επιστρέψω μέχρι τις έξι.
  2. πίσω

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
back backs

back (en)

  1. (ανατομία) η πλάτη, το πίσω μέρος του σώματος, από το λαιμό μέχρι το τέλος της σπονδυλικής στήλης
    Doctor, my back hurts.
    Γιατρέ, πονάει η πλάτη μου.
    Does your lower back hurt?
    Πονάει η μέση σου;
  2. (συνήθως ενικός) το πίσω μέρος, το μέρος του κάτι που είναι πιο μακριά από το μπροστινό μέρος
    His voice didn’t reach the back of the hall.
    Η φωνή του δεν έφτασε στο πίσω μέρος της αίθουσας.
  3. η πλάτη μιας καρέκλας, ενός καναπέ
  4. η πλάτη, η πίσω επιφάνεια πλατιού αντικειμένου
    the back of the shovel - η πλάτη του φτυαριού
  5. η πλάτη, το πίσω τμήμα ρούχου
    The jacket/the coat/the dress is tight on me in the back.
    Το σακάκι/το παλτό/το φόρεμα με στενεύει στην πλάτη.

Εκφράσεις επεξεργασία

  • on one's back: ανάσκελα
    I usually sleep on my back - συνήθως κοιμάμαι ανάσκελα
  • behind one’s back: πίσω από την πλάτη κάποιου
  • have sb at one’s back: έχω την υποστήριξη/τις πλάτες κάποιου
  • put/get sb’s back up: τσαντίζω κπ

Σύνθετα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας back
γ΄ ενικό ενεστώτα backs
αόριστος backed
παθητική μετοχή backed
ενεργητική μετοχή backing

back (en)

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Σουηδικά (sv) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

back (sv)